- σχοινένιος
- και σκοινένιος, -α, -ο, Ν [σχοινί]φτειαγμένος από σχοινί, σχοίνινος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μηρινθώδης — μηρινθώδης, ῶδες (Μ) [μήρινθος] 1. αυτός που είναι όμοιος με μήρινθο 2. αυτός που έχει φτειαχτεί από μήρινθο, ο σχοινένιος … Dictionary of Greek
σκοινένιος — α, ο, Ν βλ. σχοινένιος … Dictionary of Greek